- κρυφιομύστης
- κρυφιο-μύστης, ὁ, der Geheimnisse lehrt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κρυφιομύστης — κρυφιομύστης, ὁ (Α) αυτός που μυεί κρυφά κάποιον στα απόκρυφα, ο διδάσκαλος απόρρητων μυστηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφιος + μύστης (πρβλ. ιερο μύστης, χριστο μύστης)] … Dictionary of Greek